- χρονικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χρόνο: Δεν υπάρχουν πολλά χρονικά περιθώρια.2. στο συντακτικό, αυτός που δηλώνει χρόνο: Είναι χρονική η πρόταση αυτή.3. το ουδ. ως ουσ., χρονικό, α. αφήγηση ιστορικών γεγονότων με χρονολογική σειρά, χωρίς ν' αναζητούνται οι αιτιώδεις σχέσεις μεταξύ των γεγονότων αυτών. β. σύντομο σχόλιο εφημερίδας πάνω σε γεγονότα της ημέρας.4. ο πληθ. ως ουσ., χρονικά τίτλος στήλης της εφημερίδας όπου αναγράφονται σύντομες ειδήσεις της ημέρας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.